Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιτυρίδα: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(32)
(No difference)

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν
ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα)].