πίτυρον
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A husks of corn, bran, in sg., Thphr. HP 8.4.4, Dsc.2.85.2, Gal.6.481: mostly in plural, Hp.Acut.21, al., PCair.Zen.355.87 (iii B.C.), etc.: used in magical ceremonies, D.18.259, Theoc.2.33.
2 bran-like eruption on the skin, esp. the head, scurf, dandruff, Dsc.1.30.
3 bran-like sediment in urine, Hp.Nat.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 622] τό, Kleie, Hülse des gemahlenen od. geschrotenen Getreidekorns, lat. furfur, gew. im, plur.; Hippocr.; Dem. 18, 259; Theophr., Diosc. – Bei Aerzten ein Ausschlag auf dem Kopfe. wie Kleie, der Kleiengrind, Diosc., Erklg von ἄχωρ, B. A. 424.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
son, partie la plus grossière du blé moulu.
Étymologie: cf. πτίσσω.
Russian (Dvoretsky)
πίτυρον: (ῐ) τό (преимущ. pl.) отруби Dem., Theocr.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
πίτῡρον: τό, (πτίσσω) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) νόσος τις τῆς ἐπιδερμίδος, μάλιστα τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C.
Greek Monotonic
πίτῡρον: τό (πτίσσω), φλοιός σιταριού, πίτουρο, κυρίως στον πληθ., σε Δημ., Θεόκρ.
Middle Liddell
πίτῡρον, ου, τό, πτίσσω
the husks of corn, bran, mostly in plural, Dem., Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=πίτουρο, σκουπίδι). Ἀπό τό πτίσσω (=ξεφλουδίζω), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα πτίσις (=ξεφλούδισμα), πτισμός, πτιστέον, πτιστικός.
Léxico de magia
τό plu. cáscaras del trigo, salvado λαβὼν πίτυρα πρῶτα καὶ σάνταλον καὶ ὄξος ὅτι δριμύτατον καὶ ἀναδεύσας μάζια toma salvado de primera calidad, semilla de sándalo y vinagre lo más agrio posible y amasa unos panecillos P LXX 20 como ofrenda ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἔμβρυον γυναικὸς καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν πυρῶν καὶ λύματα ὀξυόεντα fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda: un feto de mujer, cáscaras limpias de granos de trigo y desperdicios ácidos P IV 2579