πλαγιόκαρπος: Difference between revisions

32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.
|lstext='''πλᾰγιόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει καρπό στα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>καρπος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>καρπος</i>)].
}}
}}