πολυσύστατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυσύστατος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πολλῶν πραγμάτων, Ἱππολ. Αἱρεσ. 358. 13. | |lstext='''πολυσύστατος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πολλῶν πραγμάτων, Ἱππολ. Αἱρεσ. 358. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυσύστατος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] τμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πολυσύστατος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πολλῶν πραγμάτων, Ἱππολ. Αἱρεσ. 358. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσύστατος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + συστατός (< συνίσταμαι)].