πολυσύστατος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek (Liddell-Scott)
πολυσύστατος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πολλῶν πραγμάτων, Ἱππολ. Αἱρεσ. 358. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσύστατος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + συστατός (< συνίσταμαι)].