πορφυρικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(33)
(No difference)

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ πορφύρα
το θηλ. ως ουσ. πορφυρική
το μονοπώλιο της κατεργασίας της πορφύρας, της βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.).