πρηγορεών: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />jabot des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />jabot des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=και πρηγορών και [[προηγορεών]], -ῶνος, β, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, [[πρόλοβος]], [[γκούσα]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κλέωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρηγορεών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-<i>ηγορεών</i>, με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- ή [[κράση]] τών -<i>οη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>ηρόσιος</i> &GT; [[πρηρόσιος]]) [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> και τη λ. [[ἀγορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]», με -<i>η</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εών</i> / -<i>ών</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν [[κυρίως]] [[τόπο]], [[αλλά]] μερικές φορές και [[μέλη]] του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>βουβ</i>-<i>ών</i>, <i>μυ</i>-<i>ών</i>, <i>ποδ</i>-<i>εών</i>). Το [[εξόγκωμα]] αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι [[εκεί]] συγκεντρώνεται η [[τροφή]] [[πριν]] από την είσοδό της στο [[στομάχι]]].
}}
}}