πρηγορεών
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, crop of birds, Ar.Eq.374 (metaph. of Cleon), Av.1113 (πρηγορῶνα, -ῶνας cj. Bentley); from πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach, Hsch., Poll.2.204, EM688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, EMl.c., cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 699] ῶνος, ὁ, = προηγορεών, Ar. Equ. 374 Av. 1113.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
jabot des oiseaux.
Étymologie: πρό, ἀγείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
Russian (Dvoretsky)
πρηγορεών: стяж. πρηγορών, ῶνος ὁ зоб (у птиц) Arph.
Greek Monolingual
και πρηγορών και προηγορεών, -ῶνος, β, Α
1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα
2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός του Κλέωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ-ηγορεών, με έκθλιψη του -ο- ή κράση τών -οη-, πρβλ. προ-ηρόσιος > πρηρόσιος) είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και τη λ. ἀγορά (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», με -η- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει επίθημα -εών / -ών, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν κυρίως τόπο, αλλά μερικές φορές και μέλη του σώματος (πρβλ. βουβών, μυών, ποδεών). Το εξόγκωμα αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι εκεί συγκεντρώνεται η τροφή πριν από την είσοδό της στο στομάχι].
Greek Monotonic
πρηγορεών: ή πρηγορών, -ῶνος, ὁ, ο πρόλοβος των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα πρὸκαι ἀγείρω, επειδή τα πτηνά συγκεντρώνουν εκεί την τροφή τους πριν αυτή περάσει στο δεύτερο στομάχι).
Greek (Liddell-Scott)
πρηγορεὼν: ἢ πρηγορών, ῶνος, ὁ «τῶν ὀρνέων ὁ πρόλοβος» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 374 (μεταφ. ἐπὶ τοῦ Κλέωνος), Ὄρν. 1113, ἔνθα τοὺς τύπους πρηγορῶνα, ῶνας, ἀποκατέστησεν ὁ Bentl. χάριν τοῦ μέτρου. (Ἐκ τοῦ πρό, ἀγείρω, διότι ἐν αὐτῷ προαγείρεται, δηλ. προαθροίζεται ἡ τροφὴ τῶν ὀρνέων πρὶν ἢ αὕτη κατέλθῃ εἰς τὸν δεύτερον στόμαχον πρὸς πέψιν, Πολυδ. Βϳ, 204, Ἐτυμολ. Μεγ. 688. 33, Σουΐδ. Ζωναρ.· ― ὁ τύπος προηγορεὼν ἐν Μεγ. Ἐτυμολ. καὶ Σουΐδ., φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελής).
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: crop of a bird (Ar., H., Poll.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "place (bodypart) of collecting (of the bite)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); formation in -εών like ἀνθερεών, κενεών and other des. of place and parts of the body (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) from *προ-άγορος (on the vowel of the compound Schwyzer 398 a. 402) or direct from προ-αγείρειν.
Middle Liddell
πρηγορεών, ορ πρηγορών, ῶνος, ὁ,
the crop of birds, Ar. [From πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach.]
Frisk Etymology German
πρηγορεών: -ῶνος
{prēgoreṓn}
Grammar: m.
Meaning: Kropf der Vögel (Ar., H., Poll.).
Etymology: Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); Bildung auf -εών wie ἀνθερεών, κενεών und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *προάγορος (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.
Page 2,593