προβατώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόβατον]], [[εὐήθης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος. | |lstext='''προβᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόβατον]], [[εὐήθης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[προβατώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πρόβατον]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[νωθρός]] στη [[διάνοια]], [[ευήθης]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προβατωδῶς</i> Α<br />όμοια με [[πρόβατο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.
German (Pape)
[Seite 711] ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πρόβατον, εὐήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.
Greek Monolingual
-ες / προβατώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβατον
1. ο όμοιος με πρόβατο
2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος.
επίρρ...
προβατωδῶς Α
όμοια με πρόβατο.