Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προβατώδης

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτώδης Medium diacritics: προβατώδης Low diacritics: προβατώδης Capitals: ΠΡΟΒΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: probatṓdēs Transliteration B: probatōdēs Transliteration C: provatodis Beta Code: probatw/dhs

English (LSJ)

ες, like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.

German (Pape)

[Seite 711] ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πρόβατον, εὐήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.

Greek Monolingual

-ες / προβατώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβατον
1. ο όμοιος με πρόβατο
2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος.
επίρρ...
προβατωδῶς Α
όμοια με πρόβατο.