προσκατασκάπτω: Difference between revisions

35
(6_2)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκατασκάπτω''': [[κατασκάπτω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], Ἰωσήπ. Βίος 10.
|lstext='''προσκατασκάπτω''': [[κατασκάπτω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], Ἰωσήπ. Βίος 10.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] σε [[βάθος]], κατασκάβω επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[ακόμη]] περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατασκάπτω]] «[[σκάβω]] σε [[βάθος]], [[καταστρέφω]]»].
}}
}}