προσκατασκάπτω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκάπτω Medium diacritics: προσκατασκάπτω Low diacritics: προσκατασκάπτω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: proskataskáptō Transliteration B: proskataskaptō Transliteration C: proskataskapto Beta Code: proskataska/ptw

English (LSJ)

undermine, destroy besides, J.Vit.10.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu untergraben u. von Grund aus zerstören, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκάπτω: κατασκάπτω, καταστρέφω προσέτι, Ἰωσήπ. Βίος 10.

Greek Monolingual

Α
1. σκάβω σε βάθος, κατασκάβω επί πλέον
2. καταστρέφω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασκάπτω «σκάβω σε βάθος, καταστρέφω»].