προὔγγυος: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_1) |
(35) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προὔγγῠος''': (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ [[προέγγυος]], Δωρικ. [[πρώγγυος]]. | |lstext='''προὔγγῠος''': (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ [[προέγγυος]], Δωρικ. [[πρώγγυος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προσφέρεται ως [[εγγυητής]], [[προέγγυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγγυος]] «[[εγγυητής]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 794] statt προέγγυος, Bürgschaft leistend, Sp., dor. πρὤγγυος, u. davon das Verbum πρωγγυεύω, Bürgschaft leisten, Tab. Heracl.
Greek (Liddell-Scott)
προὔγγῠος: (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέγγυος, Δωρικ. πρώγγυος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής, προέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγγυος «εγγυητής»].