ρούσκος: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
(No difference)
|
Revision as of 12:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
βοτ.
το φυτό οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ruscus < λατ. ruscus «είδος φυτού»].