εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
-ίδος, ἡ, Αμτγν. θηλ. του Ρωμαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα -ίς, -ίδος].