σίτισμα: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(6_22) |
(37) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίτισμα''': τό, τὸ τρέφειν, παχύνειν, «τάγισμα», Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Wernsd. εἰς Φιλήμ. σ. 42· σῑτισμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Νίκ. | |lstext='''σίτισμα''': τό, τὸ τρέφειν, παχύνειν, «τάγισμα», Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Wernsd. εἰς Φιλήμ. σ. 42· σῑτισμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Νίκ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σιτίζω]]<br />ο [[σιτισμός]]. | |||
}} | }} |