τύχη

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύχη Medium diacritics: τύχη Low diacritics: τύχη Capitals: ΤΥΧΗ
Transliteration A: týchē Transliteration B: tychē Transliteration C: tychi Beta Code: tu/xh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, Boeot. τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.):
A (τεύχω, τυγχάνω A. 1.2):—the act of a god, τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67; ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E.Med. 671; τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7; θείῃ τύχῃ Hdt.1.126, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a; θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep.327e; ἐκ θείας τύχης S.Ph.1326; δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti.25e; πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr.196; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC1585; ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma.304c: ἄσημα δ' ου'κέτ' ε'στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος E.Hipp.371 (lyr.); ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA351 (troch.); δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh.728 (lyr.); τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37.
b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT1209 (troch.).
2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate, τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48; τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj.485; πρόστητ' ἀ. τ. ib.803; εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg.806a: also pl., ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA511.
II regarded as an agent or cause beyond human control:
1 fortune, providence, fate, πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16; ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100; πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th.426; ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15; μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg.813a; κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A.Ag.1647; ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93: personified, Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2; Τ. Σωτήρ A. Ag.664, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; .. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7; πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506, cf. 505; Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139.
2 chance, regarded as an impersonal cause, τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def.411b; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph.195b31, al.; defined as αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281; πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men.812; τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205; οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287; τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a; τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT977; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται... ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8; ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1; τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι Id.1.78, cf. 69; τύχῃ = by chance, S.Ant.1182, Ph.546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist.Metaph.1032a29; ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg.920d; ἐκ τύχης Id.Phdr.265c, R.499b, etc.; διὰ τύχην Isoc.4.132, 9.45; δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol.1323b29; κατὰ τύχην Th.3.49, X.HG3.4.13; τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118; τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc.785, cf. D.4.45.
III regarded as a result:
1 good fortune, success, δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5; μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130; τ. μόνον προσείη Ar.Av.1315 (lyr.); εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib.124; ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33; σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48, cf. S.Ph.775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472; τύχᾳ Pi.N.10.25, E.El.594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag.668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib.685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT907; τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr.1077: c. gen. rei, Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115.
2 ill fortune, τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph.1317; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg.732c; τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16; τύχῃ = by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i.e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29; δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag.1653; τ. ἑλεῖν Id.Supp.380, cf. Pr.106, 274, 290 (anap.); ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec.425: personified, εἰ μὴ τὴν Τύχη αὐτὴν λέγεις misfortune herself, ib.786.
3 in a neutral sense, mostly in plural 'fortunes', ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61; πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr.724; ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236; ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr.377; φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or.1024: c. gen. rei, κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24. 22.
4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag.755 (lyr.), Ar.Pax360, D.Ep.4.3, etc.; πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg.640d; freq. in prayers and good wishes, εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom., θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ = by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.); ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg.625c; ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18; τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120, Pl.Smp. 177e, Cri.43d, etc.; in Com. with crasis, ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av.675, cf. 436, Ec.131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.; ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40; also ἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V.869, cf. Pl.Lg.757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib.732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib.856e, 878a; also τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4; ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119: with κακός or equivalent words, τ. παλίγκοτος A.Ag. 571; ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr.328; ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj.323; τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers.438; πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E.Hec.498; ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr.471, cf. Th.5.102; ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg.881e; ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16.
5 with genitive (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate, τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2; θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72; ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj.980; κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31; ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32; πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11; τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1; τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255.
IV the τ. or ἀγαθὴ τύχη of a person or city is sometimes thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3, τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157; ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26; νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29: personified, θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34 (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, ἁγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI16 (Halic., iii B.C.); διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8 (i B. C.); νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14; ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19 (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21 (iii A. D.).
2 = Lat. Fortuna; Τύχη Σωτήριος = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τύχη Πρωτογένεια = Fortuna Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
3 position, station in life, ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ... σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258; πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184, 198,204 (Panamara); οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48; ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll.3.76; οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5 (iv A. D.), cf. 1101.7,ΙΙ,21,24 (iv A. D.), etc.; rank, βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
V Astrol. uses:
1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τύχη the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
2 ἀγαθὴ τύχη and κακὴ τύχη names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
VI Pythagorean name for 7, Theol.Ar.44.

German (Pape)

[Seite 1166] ἡ, das, was den Menschen trifft, Schicksal, Fügung, sowohl glückliches als unglückliches Ereigniß, dah. übh. Glück, Unglück; H. h. 10, 5; Theogn.; oft Pind.: τύχᾳ θεῶν P. 8, 53; τύχᾳ δαίμονος Ol. 8, 67; ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ 14, 16; σὺν θεοῦ τύχᾳ N. 6, 25, u. sonst; πύργοις ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη, Aesch. Spt. 408; ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον, Ag. 324; τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην, Prom. 375, u. oft; auch allein, Glück, Spt. 454 Ch. 136; τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης, Soph. El. 48, vgl. Ai. 480; πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί, Eur. Hec. 498; Her. 1, 119; auch im plur., u. oft θεία τύχη, göttliche Fügung, 3, 153; τύχη χρηστή, ἀγαθή, 1, 119. – Oeffentliche Beschlüsse, Urkunden, Verträge u. dgl. pflegen mit der Formel ἀγαθῇ τύχῃ eröffnet zu werden, quod felix faustumque sit, unser in Gottes Namen; Thuc. 4, 118; Xen. Cyr. 4, 5, 51 u. sonst; oft auf Inscr.; u. so τύχῃ ἀγαθῇ ταῦτα ποιεῖτε Dem. 3, 18. – Im plur. Schicksale, Unglücksfälle, ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288, u. oft; selten vom Glück, Eum. 884; vgl. noch Eur. El. 301 Hel. 1157; Ar. Av. 1723; τύχαι καὶ συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσιν, Plat. Legg. IV, 709 a. – Ἀπὸ τύχης, von ungefähr, durch Zufall, Machon bei Ath. XIII, 580 b; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. p. 146; auch κατὰ τύχην, Xen. Hell. 3, 4, 13. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. en gén. fortune, sort, événement heureux ou malheureux ; bonheur ou malheur ; τύχαι ATT destins, destinées, événements ; particul. vicissitudes du sort ; τύχῃ par hasard, par accident, accidentellement, sans réflexion, sans motif ; ἀπὸ τύχης m. sign. ; ἐκ ποίας τύχης; SOPH par suite de quelle aventure ? par quel hasard ? διὰ τύχην, κατὰ τύχην par hasard ; ἡ παροῦσα τύχη ESCHL le sort présent, la situation actuelle ; ἡ ἀναγκαία τύχη SOPH la nécessité, le besoin ; τὸ τῆς τύχης εὐμενές DÉM la bienveillance de la fortune ; ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι HDT dans l'heureuse tournure que prennent les choses ; ἀγαθὴ τύχη bonheur, heureux sort, bonne fortune ; particul. ἀγαθῇ τύχῃ ou τύχῃ ἀγαθῇ à la bonne fortune (formule par laquelle on avait coutume de commencer les actes publics, documents, contrats, etc. ; cf. lat. quod felix faustumque sit); τύχη κακή ATT malheur, adversité ; ἡ τύχη ἡ τῶν θεῶν EUR ou avec un adj. θεία τύχη SOPH un coup de la Providence ; τῆς τύχης εὖ μετεστώσης HDT comme le sort a pris une bonne tournure ; ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιΐστασθαι THC la guerre a coutume de tourner selon les vicissitudes de la fortune ; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι THC il n'y aurait pas eu de doute pour eux;
II. particul.
1 heureuse fortune, succès, bonheur ; εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο HDT si la fortune ne lui reste pas fidèle ; σὺν τύχῃ SOPH avec bonheur, avec succès, heureusement;
2 malheur, adversité ; abs. τῆς τύχης XÉN quelle adversité ! malédiction !.
Étymologie: R. Τυχ, toucher le but ; cf. τυγχάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύχη -ης, ἡ, Dor. τύχᾱ [τυγχάνω] (goddelijke) beschikking:. τύχᾳ θεῶν dankzij de gunst van een godheid Pind. P. 8.53; θείῃ τύχῃ door goddelijke beschikking Hdt. 1.126.6; δαίμονός τινος τύχῃ door de beschikking van een goddelijke instantie Eur. Med. 671. als onpers. oorzaak lot:; τὰ τῆς τύχης κρατεῖ de macht van het lot heerst Soph. OT 977; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης nu er een gunstige wending van het lot is geweest Hdt. 1.118.7; τίνα τύχην ἀκούσομαι; wat voor lot ga ik horen? Eur. Alc. 137; ἡ ἀναγκαία τύχη noodlot; als blinde oorzaak toeval, in adv. uitdr., toevallig:. τύχῃ περᾷ zij komt toevallig naar buiten Soph. Ant. 1182; ταῦτα οὐκ ἀπὸ τύχης ἐγίγνετο dat gebeurde niet toevallig Lys. 21.10; τινων ἐκ τύχης ῥηθέντων nu bepaalde dingen maar lukraak gezegd zijn Plat. Phaedr. 265c; φύσει καὶ μὴ διὰ τύχην van nature en niet bij toeval Isocr. 4.132; κατὰ τύχην δὲ πνεύματος οὐδενὸς ἐναντιωθέντος omdat er gelukkigerwijs geen tegenwind opstak Thuc. 3.49.4; τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω Φαῖδρος Phaedrus moet maar beginnen: succes ermee! Plat. Smp. 177e. als resultaat, wat iemand overkomt lot pos. gelukkige omstandigheid, geluk, succes:. οὐ πεποιθότες τύχῃ nu we ons geluk niet konden geloven Aeschl. Ag. 668; εἴ οἱ τύχη ἐπίσποιτο als succes zijn deel wordt Hdt. 7.10δ.2; ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί aangezien zij nu eenmaal in die gunstige situatie zitten Thuc. 7.33.6. ongunstig ongelukkige omstandigheid, ongeluk, tegenslag:; τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι in een dergelijke ongelukkige situatie kwamen zij terecht Hdt. 6.17.1; τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας ἔστ’ ἀναγκαῖον φέρειν het is noodzakelijk het ongeluk dat door de goden is gegeven te dragen Soph. Ph. 1317; τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ dit lot tegemoet treden Soph. OC 1404; eufem.: ἢν... χρήσωνται τύχῃ als hen iets overkomt (d.w.z. als zij omkomen) Eur. Hcld. 714. ook neutraal, meestal plur. omstandigheden; afloop. personif. Τύχη het Lot, Tyche.

Russian (Dvoretsky)

τύχη: дор. τύχᾱ (ῠ) ἡ
1 судьба, участь: τὸ и τὰ τῆς τύχης Soph., Eur., Dem. судьбы, сложившиеся обстоятельства; ἐξ ἀναγκαίας τύχης Soph. по роковой необходимости; τῆς τύχης εὖ μετεστώσης Her. ввиду благоприятного оборота судьбы;
2 стечение обстоятельств, случайность, случай: τύχῃ Soph., Thuc., ἐκ τύχης Soph., Plat., ἀπὸ τύχης Lys., Arst., διὰ τύχην Isocr., Arst., κατὰ τύχην и κατὰ τύχας Xen., Plat. в силу стечения обстоятельств, случайно; ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Her. по счастливой случайности; τύχῃ ἀγαθῇ! и ἀγαθῇ τύχῃ! Xen., Plat., τυχἀγαθῇ! Arph. in crasi в добрый час!; ἡ παροῦσα τ. Aesch., Thuc. и αἱ παροῦσαι τύχαι Xen. создавшееся положение; ἐν τύχῃ γίγνεσθαι Thuc. быть делом случайным, т. е. недостоверным, сомнительным;
3 счастливый случай, успех, счастье: τύχῃ и σὺν τύχῃ Pind., Soph. счастливо, успешно;
4 несчастный случай, несчастье, беда (ταῖς τύχαις τινὸς συναλγεῖν Aesch.): τῆς τύχης! Xen. какое несчастье!

Greek (Liddell-Scott)

τύχη: [ῠ], ἡ, Βοιωτ. τούχα Keil. Ἐπιγρ. 1· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε τίκτω)· - τὸ ἀγαθόν, οὗ ἀξιοῦταί τις διὰ τῆς εὐνοίας τῶν θεῶν, καλὴ τύχη, εὐτυχία, ἐπιτυχία, Λατ. fortuna, δὸς ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε Ὕμν. Ὁμ. 10. 5· μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Θέογν. 130· Ζεῦ, δίδοι τύχαν Πινδ. Ο. 13. 165· εἰ ἡ τ. ἐπίσποιτό τινι Ἡρόδ. 7. 10, πρβλ. 1. 32· ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 124· τ. μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· σὺν τύχῃ Πινδ. Ν. 5. 88, Σοφ. Φ. 775· σὺν τ. τινὶ Αἰσχύλ. Χο. 38, πρβλ. Θήβ. 472, Εὐρ. Ἠλ. 588· ὡσαύτως, τύχᾳ μολεῖν Πινδ. Ν. 10. 47· - πληρέστερον, τύχᾳ δαίμονος, τύχᾳ θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ο. 8. 88, ΙΙ. 8. 76· σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 41., 4. 12· καὶ ἐν τῇ κοινῇ φράσει οὕτω, θείᾳ τύχῃ, Λατ. divinitus, Ἡρόδ. 1. 126., 4. 153, κ. ἀλ.· ἐκ θείας τ. Σοφ. Φ. 1317· ἐὰν θεία τις ξυμβῇ τ. Πλάτ. Πολ. 592Α· - ἐντεῦθεν ἡ Τύχη ἐθεοποιήθη ὡς ἡ παρὰ Λατίνοις Fortuna, Τύχη Σώτειρα Πινδ. Ο. 12. 3, Τ. Σωτὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 661, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 80, 1080· ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἐπεκράτησεν ἐπὶ πολὺ καθότι ἀκολούθως ἡ φράσις Τύχη τυφλὴ κατέστη κοινοτάτη, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3. 154. ΙΙ. καθόλου, τύχη καλὴ ἢ κακή, - ὅπερ ὁρίζεται ἐκ τῶν συμφραζομένων, Ἀρχίλ. 14, Σιμων. 97, Ἡρόδ., κτλ.· τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Ἡρόδ. 1. 118· τὸ τῆς τ. Εὐρ. Ἄλκ. 785· τὰ τῆς τ. Σοφ. Ο. Τ. 977, Δημ., κτλ.· ἡ παροῦσα τ., ἡ παροῦσα κατάστασις, Αἰσχύλ. Πρ. 375, Θουκ. κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. αἱ παρεοῦσαι τ. Ἡρόδ. 7. 236, Ἰσοκρ., κτλ.· αἱ παρεστῶσαι τ. Εὐρ. Ὀρ. 1024· αἱ ἀμφότεραι τύχαι Λιβάν. 1. 357. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς τύχης ἢ δυστυχίας, ἢν χρήσονται τύχῃ, ὅ ἐστιν ἂν φονευθῶσιν, Εὐρ. Ἡρακλ. 714, πρβλ. Ἑκ. 786, Ἀνδοκ. 16. 3· τύχῃ, κατὰ κακὴν τύχην, ἀντίθετ. τῷ ἀδικίᾳ. Ἀντιφῶν 141. 21· τῷ προνοίᾳ, ὁ αὐτ. 130. 4· ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος, τὸ δυστύχημα ἀποδίδοται εἰς ἐκεῖνον ὅστις ἔκαμεν ἀρχὴν τῆς ταραχῆς ἢ συγκρούσεως, ὁ αὐτ. 128. 43. 3) τὸ εἶδος τῆς τύχης συχνάκις ὁρίζεται δι’ ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ, ἡ ἀναγκαῖα τ. = ἀνάγκη, Σοφ. Αἴ. 485, 803, κτλ.· ἀναγκαῖαι τ. Εὐρ. Ι. Α. 511· δούλειος τ. Πινδ. Ἀποσπ. 244· τ. παλίγκοτος Αἰσχύλ. Ἀγ. 571, κλπ.· ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Ἡρόδ. 1. 119· ἐπ’ εὐμενεῖ τ. Πινδ. Ο. 14. 23· μετὰ τύχης εὐμενοῦς Πλάτ. Νόμ. 813Α· μάκαρι σὺν τύχῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1723. β) τοῦτο ἦν κοινότατον ἐν τῇ Ἀττ. φράσει ἀγαθὴ τ. ἢ ἡ ἀγ. τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 755· Ἀριστοφ. Εἰρ. 360, Δημ. 1487. 4, κλπ.· πολλὴ ἀγ. τ. Πλάτ. Νόμ. 640D· σύνηθες ἐν προσευχαῖς καὶ ἐπὶ εὐχῆς, εὐχώμεθα Διί... θεσμοῖς τοῖσδε τύχην ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Σόλων 29· θεὸς τ. ἀγαθὰν (ἐξυπακ. δότω) συχν. ἐν Δελφ. Ἐπιγραφαῖς· ἀλλὰ συνηθέστατον κατὰ δοτ. ἀγαθῇ τύχῃ, «μὲ τὸ καλὸ», Λατ. quod bene vortat, ἀλλ’ ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Πλάτ. Νόμ. 625C· ταῦτα ποιεῖτε ἀγ. τ. Δημ. 33. 14· οὕτω, τύχῃ ἀγαθῇ Ἀνδοκ. 16. 6, Πλάτ. Συμπ. 177Ε, κλπ.· καὶ παρὰ τοῖς κωμικ. ποιηταῖς μετὰ κράσεως, ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ἀριστοφ. Ὄρν. 675, πρβλ. 435, Ἐκκλ. 131, Νικόστρατος ἐν «Πανδρόσῳ» 2, ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 546-547· - ἡ τυπικὴ αὕτη φράσις παρελαμβάνετο καὶ εἰς συνθήκας καὶ εἰς ἄλλα δημόσια ἔγγραφα, ὡς τὸ Λατιν. quod felix faustumque sit· Λάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Ψήφισμα παρὰ Θουκ. 4 118, Stalib, εἰς Πλάτ. Κρίτωνα 44D - οὕτω καὶ ἐπ’ ἀγαθῇ τύχῃ Ἀριστοφ. Σφ. 869, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 757Ε· μετ’ ἀγαθῆς τύχης ὁ αὐτ. 813Α· τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ’ ἀμείνοσι τύχαις αὐτόθι 856Ε, 878Α· μάκαρι σὺν τ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1722. 4) Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: τύχῃ, κατὰ τύχην, τυχαίως, Λατ. forte, forte fortuna, Σοφ. Ἀντ. 1182, Φ 546, Θουκ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ φύσει, Πλάτ. Πρωτ. 323D· ἀπὸ τύχης Λυσί. 162. 22, Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 7· ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Πλάτ. Νόμ. 920D· - ἐκ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ 260C, Πολ. 499Β, κλπ.· ἔκ τινος τ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Ε· διὰ τύχην Ἰσοκρ. 67Ε, 197Ε, κλπ.· δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τύχην Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 10· - κατὰ τύχην Θουκ. 3. 49, Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 13, κλπ.· κατὰ τύχας Πλάτ. Νόμ. 732C. ΙΙΙ. τύχη, «κλῆρος», μοῖρα, ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας συνήθως συνάπτεται τὸ ἄρθρον, ἀντωνυμία τις, ἤ τι ἐπίθετον, οἷον εὐκλεὴς ἁ τύχα Σιμωνίδης 5 (9)· τίς τ. ἐχθίων τῆσδε; Αἰσχύλ. Πέρσ. 438 ἥδε τ. Σοφ. Φ. 1098· οὐκ ἐν τύχῃ γίγνεταί σφισι, δὲν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς τύχης, Θουκ. 4. 73· τῆς τύχης, τὸ ἐμὲ τυχεῖν...! Λατ. O infortunium! τί ἀτυχία, νὰ τύχω...! Ξεν. Κύρ. 2. 2, 3· - οὕτω συχν. ἐν τῷ πληθ., Πίνδ., Ἡρόδ., Ἀττ.· ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι, νὰ ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς τύχης, Θουκ. 1. 78, πρβλ. 69· τύχαι ὑμέτεραι, αἱ ἰδικαί σας τύχαι, Πινδ. Π. 8 103 ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 106, 182, 208, 302, κλπ.· πρβλ. Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 364· οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 43. 2) ἀβέβαιον ἀποτέλεσμα-ἀόριστος ἔκβασις, ταρβεῖν μὲν ἔργα δείν’ ἀναγκαίως ἔχει, τὴν δ’ ἐλπίδ’ οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος Σοφ. Τραχ. 724· ἄναξ, ποθοῦντι προὐφάνης, καί σοι θεῶν τύχην τις ἐσθλὴν τῆσδ’ ἔθηκε τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1056.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα, και βοιωτ. τ. τούχα και τιούχα, Α
1. σύμπτωση απρόβλεπτων, απροσδόκητων γεγονότων ή συμβάντων, συγκυρία, συντυχία
2. (ειδικότερα) σύμπτωση καλών ή κακών συμβάντων, καλοτυχία ή κακοτυχία
3. (γενικά) η ειμαρμένη, η μοίρα, το ριζικό (α. «ήταν της τύχης του να του συμβούν όλα αυτά» β. «τίς τύχη ἐχθίων τῆσδε;», Αισχύλ.)
4. ως κύριο όν. μυθ. βλ. Τύχη
5. φρ. «κατά τύχη» ή «εκ τύχης» — κατά σύμπτωση, τυχαία, απροσδόκητα
6. (αρχ. γνωμικό) «μηδενί συμφοράν ονειδίσεις
κοινή γὰρ η τύχη και το μέλλον αόρατον» — μην κακολογείς, μην περιπαίζεις τη συμφορά κάποιου, γιατί η τύχη ισχύει για όλους και το μέλλον είναι απρόβλεπτο, αβέβαιο για όλους, άρα μπορεί να πλήξει και σένα
νεοελλ.
φρ. α) «στην τύχη» — χωρίς προμελέτη ή επιλογή, τυχαία, στα κουτουρού
β) «καλή τύχη!» (ως ευχή) καλή επιτυχία
γ) «με μια καλή τύχη!» — λέγεται, συνήθως, σε ανύπαντρη γυναίκα ως ευχή για έναν καλό γάμο
δ) «τον άφησε στην τύχη του» — τον άφησε αβοήθητο, τον εγκατέλειψε
ε) «χαρά στην τύχη του!» — δηλώνει ότι κάποιος είναι πολύ τυχερός, ότι έχει καλό ριζικό
στ) «της τύχης τα γραμμένα» — η μοίρα, το ριζικό
2. παροιμ. φρ. α) «η τύχη και το γυαλί δεν βαστούν πολύν καιρό» — δηλώνει ότι οι καλές ευκαιρίες παρέρχονται γρήγορα
β) «όταν η τύχη δεν βοηθά, η γνώση δεν αξίζει» — δηλώνει ότι δεν αρκεί να είναι κανείς μυαλωμένος για να προοδεύσει, αλλά πρέπει να είναι και τυχερός
γ) «αν δεν έρθει μοναχή της, μην τήν καρτερείς την τύχη» — δηλώνει ότι δεν μπορεί κανείς να εκβιάζει την τύχη
3. παροιμ. α) «αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει» — δηλώνει ότι ο τυχερός άνθρωπος επιτυγχάνει πάντοτε στη ζωή του, οποιαδήποτε πορεία κι αν ακολουθήσει
β) «τύχη νά 'χουν τα προικιά κι ας είν' κι από κροκύδια» — δηλώνει ότι τον καλό γαμπρό και τον καλό γάμο δεν τον φέρνει η μεγάλη προίκα αλλά η καλή τύχη της νύφης
γ) «όπου 'χει τύχη γεννά κι ο πετεινός του» — η τύχη δίνει πολλές φορές και ανέλπιστα κέρδη
αρχ.
1. καθετί, ιδίως καλό, που συμβαίνει σε κάποιον και που οφείλεται σε εύνοια τών θεών («Ζεῡ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν», Πίνδ.)
2. κατάσταση, περίσταση («ἐγὼ δὲ τὴν παρούσαν ἀντλήσω τύχην», Αισχύλ.)
3. αβέβαια έκβαση, αβέβαιο αποτέλεσμα («ταρβεῖν μὲν ἔργα δείν' ἀναγκαίως ἔχει, τὴν δ' ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος», Σοφ.)
4. αστρολ. η σελήνη
5. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά
6. (στη δοτ.) τύχῃ
(με καλή ή κακή σημ.) κατά σύμπτωση
7. φρ. α) «ἀγαθῇ τύχῃ»
i) με το καλό (Αριστοτ.)
ii) (στην αρχή συνθηκών ή άλλων δημόσιων εγγράφων ως τυπική φρ.) στο όνομα του Θεού (Θουκ.)
β) «ἀναγκαία τύχη» — η ανάγκη (Σοφ.)
γ) «δούλειος τύχη» — η δουλεία (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- του ρ. τυ-γ-χάνω].

Greek Monotonic

τύχη: [ῠ], ἡ (πρβλ. τυγχάνω),
I. το αγαθό το οποίο αποκτά ο άνθρωπος (τυγχάνει) μέσω της εύνοιας των θεών, καλή τύχη, ευτυχία, επιτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· σὺν τύχῃ, σε Σοφ.· θείᾳ τύχῃ, Λατ. divinitus, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, η Τύχη θεοποιήθηκε, όπως η Λατ. Fortuna, Τύχα Σώτειρα, σε Πίνδ.· Τύχη Σωτήρ, σε Αισχύλ.
II. 1. γενικά, τύχη καλή ή κακή, στον ενικ. και πληθ., σε Ηρόδ., Αττ.
2. σπανίως λέγεται για κακή τύχη ή δυστυχία, ἢν χρήσωνται τύχῃ, δηλ. αν σκοτωθούν, αν φονευθούν, σε Ευρ.· τύχῃ, κατά κακή τύχη, σε Αντιφώντα.
3. ιδίως, ἀγαθὴ τύχη, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε δοτ. ἀγαθῇ τύχῃ, «στο όνομα του Θεού», σε Δημ. κ.λπ.· με κράση, τυχἀγαθῇ, σε Αριστοφ.· η τυπική αυτή φράση περιλαμβανόταν στις συνθήκες και τα άλλα δημόσια έγγραφα, όπως το Λατ. quod felix faustumque sit, Λάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῶν Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν, σε Ψήφισμα παρά Θουκ.· ομοίως, ἐπ' ἀγαθῇ τύχῃ, σε Αριστοφ. κ.λπ.
4. επιρρ. χρήσεις, τύχῃ, κατά τύχη, Λατ. forte, forte fortuna, σε Σοφ. κ.λπ.· ἀπὸ τύχης, σε Αριστ.· ἐκ τύχης, σε Πλάτ.· διὰ τύχην, σε Ισοκρ. κ.λπ.· κατὰ τύχην, σε Θουκ. κ.λπ.
III. τύχη, κλήρος, μοίρα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τῆς τύχης τὸ ἐμὲ τυχεῖν!.. τί ατυχία, να τύχω!... σε Ξεν.· κυρίως λέγεται για κακοτυχίες, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

τῠ́χη, ἡ, [cf. τυγχάνω
I. the good which man obtains (τυγχάνεἰ by the favour of the gods, good fortune, luck, success, Theogn., Hdt., etc.; σὺν τύχῃ Soph.; θείᾳ τύχῃ, Lat. divinitus, Hdt., etc.:— hence Τύχη was deified, like Lat. Fortuna, Τύχη Σώτειρα Pind.; T. Σωτήρ Aesch.
II. generally, fortune, chance, good or bad, in sg. and pl., Hdt., Attic
2. rarely of positive ill fortune, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, Eur.; τύχῃ by ill-luck, Antipho.
3. esp., ἀγαθὴ τ. Aesch., etc.; in dat. ἀγαθῇ τύχῃ "in God's name, " Dem., etc.; by crasis, τύχἀγαθῇ Ar.;—this formula was also introduced into treaties, like Lat. quod felix faustumque sit, Λάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῶν Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decret. in Thuc.:—so ἐπ' ἀγαθῇ τύχῃ Ar., etc.
4. Adverbial usages, τύχῃ by chance, Lat. forte, forte fortuna, Soph., etc.; ἀπὸ τύχης Arist.; ἐκ τύχης Plat.; διὰ τύχην Isocr., etc.; κατὰ τύχην Thuc., etc.
III. a chance, hap, accident, Aesch., Soph., etc.; τῆς τύχης, τὸ ἐμὲ τυχεῖν . . ! what a piece of ill-luck, that . . ! Xen.; mostly of mishaps, misfortunes, Aesch., etc.

Frisk Etymology German

τύχη: {túkhē}
See also: s. τυγχάνω.
Page 2,951

English (Woodhouse)

accident, chance, fortune, by chance, one's lot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

fortuna, chance, 1.140.1, 1.144.4, 2.42.4. 2.62.5, 2.87.2, 3.45.5. 3.45.6. 3.97.2, 4.12.3. 4.14.3. 4.18.3, 4.18.5. 4.55.3, 4.64.1. 4.86.6. 5.16.1, 5.75.3. 104 Ibid. in the same place 5.111.3. 5.112.2. 5.113.1. 6.23.3, 6.78.2. 7.33.6, 7.61.3, 7.67.4. 7.68.1.
in fortunae periculo esse, to be in danger from fortune, 4.73.3,
forte, by chance, 3.49.4, 4.3.1. 5.37.3.
bene ominandi formula, formula of good omen, 4.118.11,
casus, chance, accident, 1.69.5, 1.78.2, 1.84.3, 2.87.3, 4.18.4, 5.102.1, 6.11.6.

Translations

success

Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح‎; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה‎; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن‎; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني‎; Persian: موفقیت‎, سوکسه‎; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی‎; Uyghur: ئۇتۇق‎, مۇۋەپپەقىيەت‎; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה‎