σκανδαλοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(6_18) |
(37) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκανδαλοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, [[πειρασμός]], Ἐκκλ. | |lstext='''σκανδαλοποιός''': -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, [[πειρασμός]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό / [[σκανδαλοποιός]], -όν, ΝΜ<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάνδαλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].