σκανδαλοποιός

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek (Liddell-Scott)

σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].