σκανδαλοποιός
Greek (Liddell-Scott)
σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].
σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.
-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].