σκιογράφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(37) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιογράφος''': κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-[[γράφος]], Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646. | |lstext='''σκιογράφος''': κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-[[γράφος]], Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκιαγράφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 899] davon σκιογραφέω u. σκιογραφία, ἡ, spätere und schlechtere Formen statt σκιαγράφος u. s. w., Lob. Phryn. p. 646.
Greek (Liddell-Scott)
σκιογράφος: κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-γράφος, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σκιαγράφος.