σκωπτικός: Difference between revisions

37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
|btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκωπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκώπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, [[εμπαικτικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκωπτικώς</i> / <i>σκωπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκωπτικά</i> Ν<br />με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
}}
}}