Anonymous

σκωπτικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκωπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκώπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, [[εμπαικτικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκωπτικώς</i> / <i>σκωπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκωπτικά</i> Ν<br />με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[σκωπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκώπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, [[εμπαικτικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκωπτικώς</i> / <i>σκωπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκωπτικά</i> Ν<br />με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ.
}}
}}