στέλγισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_22) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέλγισμα''': τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-. | |lstext='''στέλγισμα''': τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσματος, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στλέγγισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
Greek (Liddell-Scott)
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.