3,274,873
edits
(SL_2) |
(38) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[στείχω]] (στεῖχ(ε); στείχοι; στείχων, -οντα; στείχειν.) <br /> <b>a</b> [[walk]] ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα (N. 1.25) καί τινα σὺν πλαγίῳ [[ἀνδρῶν]] κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: [[μόρον]] codd.: τινι στείχοντι Hermann) (N. 1.65) Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ [[νῦν]] μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. . [στείχοι (coni. Wil.: ἐν codd.: ἔσχε Tricl.) (P. 11.57) ]<br /> nbsp; <b>b</b> go ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐδὲ [[Κρονίων]] ἀστεροπὰν ἐλελίξαις [[οἴκοθεν]] μαργουμένους στείχειν ἐπωτρυν (N. 9.20) | |sltr=[[στείχω]] (στεῖχ(ε); στείχοι; στείχων, -οντα; στείχειν.) <br /> <b>a</b> [[walk]] ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα (N. 1.25) καί τινα σὺν πλαγίῳ [[ἀνδρῶν]] κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: [[μόρον]] codd.: τινι στείχοντι Hermann) (N. 1.65) Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ [[νῦν]] μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. . [στείχοι (coni. Wil.: ἐν codd.: ἔσχε Tricl.) (P. 11.57) ]<br /> nbsp; <b>b</b> go ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐδὲ [[Κρονίων]] ἀστεροπὰν ἐλελίξαις [[οἴκοθεν]] μαργουμένους στείχειν ἐπωτρυν (N. 9.20) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[στίχω]] Α<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εἴ τινά που μετ' [[ὄεσσι]] λάβοι στείχοντα [[θύραζε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]], [[απέρχομαι]] («στείχωμεν<br />ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ' ἔχει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>στείχομεν</i><br />προχωρούμε στη [[σειρά]], ο [[ένας]] [[πίσω]] από τον [[άλλο]] («οἳ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] (α. «πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα [[κακά]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀοιδὰ στείχει ἀπ' Αἰγινας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στείχω]] ἐπί τινα» — κινούμαι [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στείχω]] εἰς πόλεμον» — πάω για πόλεμο (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) «προσαμβάσεις κλίμακος [[στείχω]]» — [[ανεβαίνω]] τη [[σκάλα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στείχω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>steigh</i>- «[[βαδίζω]], [[προχωρώ]], [[ανεβαίνω]]» και συνδέεται με τα γοτθ. <i>steigan</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>steigen</i>), αρχ. ισλδ. <i>st</i><i>ī</i><i>ga</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ī</i><i>agu</i> «[[βαδίζω]], [[φεύγω]]», λιθουαν. <i>steig</i>-<i>iu</i> «[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]]» και αρχ. ινδ. <i>stighnoti</i> «[[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]]» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο [[ένθημα]]). Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιχ</i>- του [[στείχω]] ανάγεται η λ. [[στίχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]] προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>steg</i> «[[μονοπάτι]]» και αρχ. νορβ. <i>stig</i> «[[βήμα]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- η λ. [[στοίχος]] «ευθύγραμμη [[διάταξη]], [[σειρά]]», από όπου τα ρ. [[στοιχώ]] «[[στέκομαι]] [[κατά]] στοίχο, [[αντιστοιχώ]]» και μτφ. «[[συμφωνώ]], [[συναινώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στοίχημα]] «[[συμφωνία]]») και [[στοιχίζω]] «[[παρατάσσω]]». Από τη λ. [[στοίχος]], [[τέλος]], έχει παραχθεί η λ. [[στοιχείο]], με αρχική σημ. «[[μέρος]] μιας [[σειράς]] ή ενός όλου», η οποία στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]]]. | |||
}} | }} |