Anonymous

στείχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[στίχω]] Α<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εἴ τινά που μετ' [[ὄεσσι]] λάβοι στείχοντα [[θύραζε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]], [[απέρχομαι]] («στείχωμεν<br />ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ' ἔχει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>στείχομεν</i><br />προχωρούμε στη [[σειρά]], ο [[ένας]] [[πίσω]] από τον [[άλλο]] («οἳ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] (α. «πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα [[κακά]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀοιδὰ στείχει ἀπ' Αἰγινας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στείχω]] ἐπί τινα» — κινούμαι [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στείχω]] εἰς πόλεμον» — πάω για πόλεμο (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) «προσαμβάσεις κλίμακος [[στείχω]]» — [[ανεβαίνω]] τη [[σκάλα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στείχω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>steigh</i>- «[[βαδίζω]], [[προχωρώ]], [[ανεβαίνω]]» και συνδέεται με τα γοτθ. <i>steigan</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>steigen</i>), αρχ. ισλδ. <i>st</i><i>ī</i><i>ga</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ī</i><i>agu</i> «[[βαδίζω]], [[φεύγω]]», λιθουαν. <i>steig</i>-<i>iu</i> «[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]]» και αρχ. ινδ. <i>stighnoti</i> «[[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]]» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο [[ένθημα]]). Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιχ</i>- του [[στείχω]] ανάγεται η λ. [[στίχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]] προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>steg</i> «[[μονοπάτι]]» και αρχ. νορβ. <i>stig</i> «[[βήμα]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- η λ. [[στοίχος]] «ευθύγραμμη [[διάταξη]], [[σειρά]]», από όπου τα ρ. [[στοιχώ]] «[[στέκομαι]] [[κατά]] στοίχο, [[αντιστοιχώ]]» και μτφ. «[[συμφωνώ]], [[συναινώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στοίχημα]] «[[συμφωνία]]») και [[στοιχίζω]] «[[παρατάσσω]]». Από τη λ. [[στοίχος]], [[τέλος]], έχει παραχθεί η λ. [[στοιχείο]], με αρχική σημ. «[[μέρος]] μιας [[σειράς]] ή ενός όλου», η οποία στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]]].
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[στίχω]] Α<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εἴ τινά που μετ' [[ὄεσσι]] λάβοι στείχοντα [[θύραζε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φεύγω]], [[απέρχομαι]] («στείχωμεν<br />ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ' ἔχει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>στείχομεν</i><br />προχωρούμε στη [[σειρά]], ο [[ένας]] [[πίσω]] από τον [[άλλο]] («οἳ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] (α. «πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα [[κακά]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀοιδὰ στείχει ἀπ' Αἰγινας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στείχω]] ἐπί τινα» — κινούμαι [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στείχω]] εἰς πόλεμον» — πάω για πόλεμο (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) «προσαμβάσεις κλίμακος [[στείχω]]» — [[ανεβαίνω]] τη [[σκάλα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στείχω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>steigh</i>- «[[βαδίζω]], [[προχωρώ]], [[ανεβαίνω]]» και συνδέεται με τα γοτθ. <i>steigan</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>steigen</i>), αρχ. ισλδ. <i>st</i><i>ī</i><i>ga</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ī</i><i>agu</i> «[[βαδίζω]], [[φεύγω]]», λιθουαν. <i>steig</i>-<i>iu</i> «[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]]» και αρχ. ινδ. <i>stighnoti</i> «[[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]]» (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο [[ένθημα]]). Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιχ</i>- του [[στείχω]] ανάγεται η λ. [[στίχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]] προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>steg</i> «[[μονοπάτι]]» και αρχ. νορβ. <i>stig</i> «[[βήμα]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- η λ. [[στοίχος]] «ευθύγραμμη [[διάταξη]], [[σειρά]]», από όπου τα ρ. [[στοιχώ]] «[[στέκομαι]] [[κατά]] στοίχο, [[αντιστοιχώ]]» και μτφ. «[[συμφωνώ]], [[συναινώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στοίχημα]] «[[συμφωνία]]») και [[στοιχίζω]] «[[παρατάσσω]]». Από τη λ. [[στοίχος]], [[τέλος]], έχει παραχθεί η λ. [[στοιχείο]], με αρχική σημ. «[[μέρος]] μιας [[σειράς]] ή ενός όλου», η οποία στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στείχω:''' αόρ. αʹ <i>ἔστειξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· με αιτ. του τόπου, [[πηγαίνω]] προς, [[προσεγγίζω]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέρχομαι]], [[προχωρώ]] με [[σειρά]], ο [[ένας]] [[κατόπιν]] του άλλου, [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]] ή [[τάξη]] (απ' όπου [[στίχος]], [[στίχες]], [[στοῖχος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αιτ., <i>στείχων ὁδόν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}