στοιχίζω: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tendre sur une ligne une toile <i>ou</i> un filet de chasse ; <i>fig.</i> ranger, ordonner, exposer.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]].
|btext=tendre sur une ligne une toile <i>ou</i> un filet de chasse ; <i>fig.</i> ranger, ordonner, exposer.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[στοῑχος]]<br />[[βάζω]] σε στοίχους, σε σειρές, [[αραδιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιπροσωπεύω]] ορισμένη χρηματική [[αξία]] ή [[δαπάνη]] τιμώμαι, [[κοστίζω]] («τα υλικά του στοίχισαν πολύ»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) [[προξενώ]] [[λύπη]] («του στοίχισε πολύ ο [[θάνατος]] του παιδιού του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δεν μού στοιχίζει» — δεν [[δίνω]] [[σημασία]] σε [[κάτι]], δεν [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως σπουδαίο («δεν του στοιχίζει [[τίποτε]] να σέ αφήσει στα [[κρύα]] του λουτρού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπήγω]] στη [[σειρά]] πασσάλους με βρόχους για να πιάσω [[θήραμα]] («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, [[ὅπως]] ἄν μή ὑπερπηδᾷ», <b>Ξεν.</b>)<br />2.<b>μτφ.</b> [[κατατάσσω]], [[διευθετώ]] συστηματικά, [[ταξινομώ]] («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>στοιχίζομαι</i><br />[[είμαι]] [[ταγμένος]] σε ορισμένη [[σειρά]].
}}
}}