Anonymous

στοιχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχίζω''': θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους [[μετὰ]] βρόχων [[ὅπως]] ἐγκλείσω τὸ [[θήραμα]] εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. [[στοῖχος]] ΙΙ, [[περιστοιχίζω]]. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. [[κατατάσσω]], [[διατάσσω]], διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. [[διαστοιχίζομαι]].
|lstext='''στοιχίζω''': θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους [[μετὰ]] βρόχων [[ὅπως]] ἐγκλείσω τὸ [[θήραμα]] εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. [[στοῖχος]] ΙΙ, [[περιστοιχίζω]]. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. [[κατατάσσω]], [[διατάσσω]], διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. [[διαστοιχίζομαι]].
}}
{{bailly
|btext=tendre sur une ligne une toile <i>ou</i> un filet de chasse ; <i>fig.</i> ranger, ordonner, exposer.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]].
}}
}}