συβουλάτορας: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(No difference)
|
Revision as of 12:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.
(39) |
(No difference)
|
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.