συγκύριος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(39) |
(No difference)
|
Revision as of 12:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν κύριος
αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης.