κυριότητα
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
Greek Monolingual
η (AM κυριότης, -ητος) κύριος
το δικαίωμα του να έχει κάποιος την αποκλειστικότητα ενός πράγματος, κατοχή, κυριαρχία («μίαν ἀρχήν... μίαν κυριότητα καταγγέλλων τῆς ὑπερθέου... Τριάδος», Μηναί.)
νεοελλ.
(νομ.) η άμεση και απόλυτη εξουσία πάνω σε ένα πράγμα η οποία αναγνωρίζεται από τον νόμο και αποτελεί το σπουδαιότερο από τα εμπράγματα δικαιώματα
(μσν. -αρχ.)
1. αρχή, εξουσία
2. τάγματα αγγέλων
αρχ.
1. κτήμα, ιδιοκτησία
2. χρήση ενός όρου με την κύρια σημασία του.