στρωματοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(6_11)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρωμᾰτοθήκη''': ἡ, τὸ ἐφ’ οὗ τίθενται τὰ στρώματα, «μισάντρα», Νικήτ. Χρον. 189D.
|lstext='''στρωμᾰτοθήκη''': ἡ, τὸ ἐφ’ οὗ τίθενται τὰ στρώματα, «μισάντρα», Νικήτ. Χρον. 189D.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ<br />[[θήκη]] ή ερμάριο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται τα στρώματα, τα στρωσίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρῶμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, der Saumsattel oder Packsattel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτοθήκη: ἡ, τὸ ἐφ’ οὗ τίθενται τὰ στρώματα, «μισάντρα», Νικήτ. Χρον. 189D.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
θήκη ή ερμάριο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται τα στρώματα, τα στρωσίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + θήκη.