συμπενθεριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(6_22)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπενθεριάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.
|lstext='''συμπενθεριάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπεθεριάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συμπενθεριάζω: ὡς καὶ νῦν, ἔρχομαι εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.

Greek Monolingual

Μ
βλ. συμπεθεριάζω.