συμπεθεριάζω

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.