συμπιεστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(39)
(No difference)

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης
2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό
η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].