συμπίεση
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Greek Monolingual
η / συμπίεσις, -έσεως, ΝΑ συμπιέζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμπιέζω
νεοελλ.
1. φυσ. α) η αύξηση της πίεσης που ασκείται στο εσωτερικό ενός αέριου μέσου και η οποία αποτελεί, συνήθως, ιδιαίτερη φάση θερμοδυναμικής διεργασίας, όπως λ.χ. ενός ψυκτικού κύκλου ή του κύκλου μηχανής εσωτερικής καύσεως
β) ελάττωση του όγκου ενός στερεού, υγρού, αέριου σώματος ή ζωντανού οργανισμού ή μιας ουσίας, ως αποτέλεσμα της άσκησης ορισμένης μηχανικής τάσης
2. (μεταλργ.) διεργασία της κονιομεταλλουργίας που συνίσταται στη συσσωμάτωση κόνεων τοποθετημένων μέσα σε τύπο ή μήτρα διαμόρφωσης με την άσκηση μηχανικής πίεσης
3. (ηλεκτρον.) επεξεργασία ηλεκτρομαγνητικού σήματος που συνίσταται στην αυτόματη ελάττωση τών μεταβολών της μέσης στάθμης του σήματος μέσω ενισχυτή, του οποίου ο μεταβλητός λόγος ενίσχυσης οδηγείται από το ίδιο σήμα έτσι, ώστε να αυξάνεται τόσο περισσότερο όσο ασθενέστερη είναι η μέση ισχύς του σήματος.