συνάρχοντας: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(39)
(No difference)

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].