συνάρχοντας: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(No difference)
|
Revision as of 12:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].
(39) |
(No difference)
|
ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].