συνεκλέγομαι: Difference between revisions

39
(6_14)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκλέγομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν, «παίρνω» ἀσθένειαν, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 28· διάφ. γραφ. συνελέξαντο.
|lstext='''συνεκλέγομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν, «παίρνω» ἀσθένειαν, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 28· διάφ. γραφ. συνελέξαντο.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκλέγω]]<br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[κολλώ]], [[αρπάζω]] [[αρρώστια]].
}}
}}