συνεκλέγομαι
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
Med.,
A choose, select, Gal.11.362.
2 contract an illness, Luc.Ep.Sat.28 (v.l. συνελέξαντο).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεκλέγομαι [σύν, ἐκλέγω] oplopen (van ziektes).
Russian (Dvoretsky)
συνεκλέγομαι: досл. накоплять в себе, перен. приобретать: σ. φθόην Luc. заболевать чахоткой.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλέγομαι: μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν, «παίρνω» ἀσθένειαν, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 28· διάφ. γραφ. συνελέξαντο.
Greek Monolingual
Α ἐκλέγω
1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον
2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.