συζυγικός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συζυγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σύζυγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («[[συζυγικός]] [[βίος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συζυγικά</i> Ν<br />με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συζυγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σύζυγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («[[συζυγικός]] [[βίος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συζυγικά</i> Ν<br />με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους. | |mltxt=-ή, -ό / [[συζυγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σύζυγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («[[συζυγικός]] [[βίος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συζυγικά</i> Ν<br />με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»).
επίρρ...
συζυγικά Ν
με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»).
επίρρ...
συζυγικά Ν
με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.