συζυγικός

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»).
επίρρ...
συζυγικά Ν
με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.