συμβουλάτορας: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και, διαλ. τ. [[συβουλάτορας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[σύμβουλος]] κάποιου, [[ιδίως]] άρχοντα («οι συμβουλάτορες του [[ρήγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προθυμοποιείται να δώσει [[απρόσκλητος]] συμβουλές σε όλους και για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβουλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτορας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εστι</i>-<i>άτορας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβουλάτωρ</i>, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και, διαλ. τ. [[συβουλάτορας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[σύμβουλος]] κάποιου, [[ιδίως]] άρχοντα («οι συμβουλάτορες του [[ρήγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προθυμοποιείται να δώσει [[απρόσκλητος]] συμβουλές σε όλους και για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβουλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτορας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εστι</i>-<i>άτορας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβουλάτωρ</i>, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
|mltxt=και, διαλ. τ. [[συβουλάτορας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[σύμβουλος]] κάποιου, [[ιδίως]] άρχοντα («οι συμβουλάτορες του [[ρήγα]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> αυτός που προθυμοποιείται να δώσει [[απρόσκλητος]] συμβουλές σε όλους και για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβουλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτορας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εστι</i>-<i>άτορας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβουλάτωρ</i>, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους
2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες του ρήγα»)
3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστι-άτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].

Greek Monolingual

και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους
2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες του ρήγα»)
3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστι-άτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].