συμπιεστός: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να δεχθεί [[συμπίεση]], [[δεκτικός]] συμπίεσης<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συμπιεστό</i><br />η [[συμπιεστότητα]], η [[δεκτικότητα]] συμπίεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Το ουδ. <i>συμπιεστόν</i> μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να δεχθεί [[συμπίεση]], [[δεκτικός]] συμπίεσης<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συμπιεστό</i><br />η [[συμπιεστότητα]], η [[δεκτικότητα]] συμπίεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Το ουδ. <i>συμπιεστόν</i> μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να δεχθεί [[συμπίεση]], [[δεκτικός]] συμπίεσης<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συμπιεστό</i><br />η [[συμπιεστότητα]], η [[δεκτικότητα]] συμπίεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Το ουδ. <i>συμπιεστόν</i> μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης
2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό
η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης
2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό
η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].