συμπόρευση: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον.
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.

Greek Monolingual

συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.