συνδρομητής: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν<br />αυτός που καταβάλλει [[συνδρομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδρομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / -<i>τρια</i>. Το αρσ. [[συνδρομητής]] μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. <i>συνδρομήτρια</i> από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν<br />αυτός που καταβάλλει [[συνδρομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδρομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / -<i>τρια</i>. Το αρσ. [[συνδρομητής]] μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. <i>συνδρομήτρια</i> από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
|mltxt=ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν<br />αυτός που καταβάλλει [[συνδρομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδρομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / -<i>τρια</i>. Το αρσ. [[συνδρομητής]] μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. <i>συνδρομήτρια</i> από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν
αυτός που καταβάλλει συνδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν
αυτός που καταβάλλει συνδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].