συνδίκως: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(39)
(39)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />selon le droit, justement.<br />'''Étymologie:''' [[σύνδικος]].
|btext=<i>adv.</i><br />selon le droit, justement.<br />'''Étymologie:''' [[σύνδικος]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].