3,277,636
edits
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9). | |lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[χαλκουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλύπτης]] που δουλεύει σε χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>κηρο</i>-[[πλάστης]]. | |||
}} | }} |