χαλκοπλάστης: Difference between revisions

46
(6_19)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[χαλκουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλύπτης]] που δουλεύει σε χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>κηρο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}