φάλκης: Difference between revisions

1,254 bytes added ,  29 September 2017
44
(6_19)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλκης''': -ου, ὁ, κεκαμμένον [[ξύλον]] ἐκ τῶν πρὸς ναυπηγίαν χρησίμων, [[πλευρά]], κατὰ τὸν [[Πολυδ]]., τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, τούτου δὲ τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] ἐκαλεῖτο ἐφολκὶς ἢ [[ῥινωτηρία]].<br />(Πρβλ. ἐμφαλκόω, φόλκος· Λατ. falx, καὶ [[ἴσως]] falcio, falco· τὸ Ἀρχ. Γερμ. balco (balk) ἔπρεπε κατὰ τὸν κανόνα νὰ ἦτο balbo ἢ balgo).
|lstext='''φάλκης''': -ου, ὁ, κεκαμμένον [[ξύλον]] ἐκ τῶν πρὸς ναυπηγίαν χρησίμων, [[πλευρά]], κατὰ τὸν [[Πολυδ]]., τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, τούτου δὲ τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] ἐκαλεῖτο ἐφολκὶς ἢ [[ῥινωτηρία]].<br />(Πρβλ. ἐμφαλκόω, φόλκος· Λατ. falx, καὶ [[ἴσως]] falcio, falco· τὸ Ἀρχ. Γερμ. balco (balk) ἔπρεπε κατὰ τὸν κανόνα νὰ ἦτο balbo ἢ balgo).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών τεμαχίων τα οποία ενώνονται [[μεταξύ]] τους και [[μαζί]] με την [[στείρα]] σχηματίζουν το προεξέχον [[τμήμα]] της πλώρης τών ιστιοφόρων σκαφών και μερικών ατμοπλοίων το οποίο σχίζει το [[νερό]] [[κατά]] τον πλου, κν. [[ταλιαμάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ξύλο]] καρφωμένο στην [[τρόπιδα]] του πλοίου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ό Φάλκης</i><br />Ηρακλείδης, [[βασιλιάς]] της Σπάρτης, [[γιος]] του Τημένου, [[αδελφός]] της Υρνηθούς, του Κείσου, του Κερύνη και του Αργαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Έχουν προταθεί οι συνδέσεις του τ. με την λ. [[φάλαγξ]] ή με τα λατ. <i>falx</i> «[[δρεπάνι]]» και <i>flecto</i> «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]»].
}}
}}