τοιχίο: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / τοιχίον, ΝΑ τοῑχος
(υποκορ. του τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι
νεοελλ.
1. το μέρος του τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου
2. η εξωτερική όψη της θήκης του ουραίου πυροβόλου όπλου
3. ενισχυμένος τοίχος που ενώνει δύο ή και περισσότερους στύλους πιλοτής ενός κτηρίου ως πρόσθετο στοιχείο αντισεισμικότητας.