3,274,919
edits
(6_11) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροχᾱϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. [[συζυγία]] Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ [[λέξις]] Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός. | |lstext='''τροχᾱϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. [[συζυγία]] Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ [[λέξις]] Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [[τροχαῑος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό [[πόδα]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή [[διποδία]]» β. «τροχαϊκή [[συζυγία]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τροχαϊκώς]] / <i>τροχαϊκῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε τροχαϊκό [[μέτρο]]. | |||
}} | }} |