ταπεινοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(6_18) |
(40) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταπεινοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ. | |lstext='''ταπεινοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που ταπεινώνει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταπεινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1069] demüthigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταπεινοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που ταπεινώνει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -ποιός].